αμβλυγώνιος

αμβλυγώνιος
-α, -ο (Α ἀμβλυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει αμβλεία γωνία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον
αμβλεία γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -γώνιος < γωνία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμβλυγώνιος — obtuse angled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυγώνιος — α, ο αυτός που έχει αμβλεία γωνία: Το τρίγωνο αυτό είναι αμβλυγώνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμβλυγώνιον — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem acc sg ἀμβλυγώνιος obtuse angled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίοις — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίου — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίους — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίων — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίῳ — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγώνια — ἀμβλυγώνιος obtuse angled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγώνιοι — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”